ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ροζαλί Σινοπούλου

Οι Καρχαρίες ή Το μακελειό της αγάπης

 

Το κείμενο των ΚΑΡΧΑΡΙΩΝ φαίνεται –εκ πρώτης όψεως– σχετικά λιτό. Μικρές, ως επί το πλείστον, φράσεις διαδέχονται η μια την άλλη, ξεδιπλώνοντας την προσπάθεια ενός ζευγαριού να ενωθεί σωματικά. Η αρχική απλότητα τούτου του εγχειρήματος, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και μορφής, είναι, ωστόσο, κάτι που, με το πέρασμα της ώρας, διαψεύδεται. Η μεγάλη ανατροπή του έργου δεν είναι η τελική αντιστροφή των «ρόλων» αλλά η περιπλοκότητα που αναδύεται σιγά-σιγά όσο γυρίζουν οι σελίδες, όσο περνά ο χρόνος, όσο εξελίσσεται η πλοκή. Πρόκειται για ένα δαιδαλώδες κείμενο, όπου κάθε φράση που επαναλαμβάνεται οδηγεί –κάθε φορά– σε διαφορετικά, καινούργια μονοπάτια του νου και της ψυχής, χτίζοντας μια νέα πραγματικότητα που ακυρώνει (;) κάθε προηγούμενη.

 

Οι ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ δίνουν την ψευδή εντύπωση ότι δεν παρουσιάζουν πολλά παραστατικά προβλήματα… ένα ζευγάρι «παίζει» στο σαλόνι του σπιτιού του. Κι όμως, το ανδρόγυνο αυτό ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες, εκείνη της καθημερινότητας κι εκείνη του παιχνιδιού. Ο συγγραφέας προόριζε αυτό το έργο για το απόλυτο σκοτάδι: με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο Α και η Β θα έπρεπε να μιλούν με τα φώτα σβηστά, σε μια προσπάθεια –ίσως– να επιβάλει, εκτός κειμένου, μέσα στο χώρο του θεάτρου ένα ακόμη παιχνίδι: να παίξει με το μυαλό των θεατών. Υπ’ αυτή την έννοια, οι θεατές αποτελούν το τρίτο μέρος της παράστασης, όχι μόνο ως η πλευρά που θα «κλείσει» το «αναγεννησιακό κουτί» της θεατρικής σκηνής αλλά και ως ένα σώμα που, βασισμένο στην αντίληψη, θα συμπληρώσει το παζλ, αποδεχόμενο να παίξει μαζί με τους ηθοποιούς, να αφήσει κατά μέρος τις όποιες λογικές ενστάσεις και να βυθιστεί στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η ισορροπία ή η έλλειψή της ανάμεσα στις δυο πραγματικότητες των ηρώων. Κι όλα αυτά τη στιγμή που ο ίδιος ο συγγραφέας –κατά δήλωσή του– δεν προόριζε το έργο για τη θεατρική σκηνή. Το γεγονός αυτό εντείνει την περιπλοκότητα της «αναπαραστασιμότητάς» του ακριβώς γιατί η αντίφαση τούτη βρίσκεται στην καρδιά του διακυβεύματος της ύπαρξης του ίδιου του κειμένου ως θεατρικού ή μη, τη στιγμή που το αριστοτελικό «Δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας» αμφισβητείται ήδη εν τη γενέσει των ΚΑΡΧΑΡΙΩΝ. Η εμπλοκή των (δυνάμει) θεατών μπορεί να επιβάλλεται, τελικά, τόσο από την απόφαση να μετουσιωθεί το έργο σε παράσταση όσο και από τη δήλωση του Α πως όλα όσα διαδραματίζονται μεταξύ του ζευγαριού γίνονται στο όνομα «όλης της ανθρωπότητας» αλλά αυτό δεν τούς αφήνει πολλά περιθώρια… Εδώ η πορεία προς τη λύτρωση (ή την κάθαρση) δεν μπορεί να είναι κοινή για όλους: ο άνδρας και η γυναίκα θα υποχρεωθούν να μοιραστούν ένα πεπρωμένο και θα τό κοινωνήσουν στους θεατές. Ενώ όμως και οι δυο (ίσως και οι τρεις) οδεύουν προς έναν κοινό στόχο, για καθέναν η λύτρωση είναι διαφορετική. Η έκβαση δε θα οριστεί από τη μοίρα αλλά από εκείνον ακριβώς που θα μπορέσει να επιβάλει τη δική του λύση στον άλλον, στους άλλους. «Η αγάπη είναι οι καρχαρίες» λέει ο Α. Με τη διαφορά ότι αυτή που, τελικά, φαίνεται να αποδέχεται πλήρως τούτη την αλήθεια είναι η Β, ακριβώς γιατί είναι η μόνη από τους δυο που μπορεί να τήν κατανοήσει, να τήν αποδεχτεί σε όλη της τη διάσταση και, συνεπώς, να τή βιώσει και να τή μοιραστεί. Μόνο που αυτή την αγάπη η Β ξέρει ότι δεν μπορεί να τή μοιραστεί βασιζόμενη σε όποιου είδους συναίνεση…

Μοιράζομαι, στον ωκεανό, σημαίνει επιβάλλω. Τα άψυχα κορμιά του Α και της Β κυρώνουν μιαν υποψία που πλανάται πάνω από όλο το έργο: τη στιγμή που δυο διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις για την αγάπη θα συναντηθούν και –μοιραία– θα συγκρουστούν, η πλάστιγγα θα γείρει προς το μέρος εκείνης που δε δέχεται τίποτε λιγότερο από την πλήρη παράδοση σε αυτήν.

 

Το παιχνίδι είναι, όπως όλα, ένα παιχνίδι συσχετισμού δυνάμεων: ο δυνατότερος θα κερδίσει. Με ποιον τρόπο όμως; Σε όλη τη διάρκεια του έργου ο έλεγχος της κατάστασης φαίνεται να περνά από τον έναν ήρωα στον άλλο. Ο Α είναι ο νους, η Β είναι η ψυχή. Και, ενώ όλο το παιχνίδι μοιάζει με μια διανοητική αναμέτρηση, στην οποία ο νους –ως επί το πλείστον– κυριαρχεί, τα πάντα τελικά καταρρέουν τη στιγμή που εκείνος θα «υποχωρήσει» –ακριβώς επειδή θα θεωρήσει ότι έφτασε στον επιθυμητό στόχο– και θα αναδυθεί η ψυχή. Μια ψυχή ανικανοποίητη από την κατάληξη, μια ψυχή που ζητά να φτάσει όχι σε ένα στόχο αλλά σε ένα σκοπό, μια ψυχή που αποζητά το απόλυτο. Κι αυτή η ψυχή, σαν λαίλαπα, θα σαρώσει τα πάντα για να αφήσει ένα κενό που –ακριβώς– εκφράζει ταυτοχρόνως την πραγματική κατάληξη, το τέλος όσο και, κυρίως, αυτό που προϋπήρχε, μια που τα δυο αυτά συμπίπτουν: όχι το κενό ανάμεσα στους δυο ανθρώπους αλλά το κενό της ίδιας της υπόστασής τους ως ανδρόγυνου.

 

Η έλλειψη της σωματικής επαφής των ηρώων αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, την απόδειξη τούτου του κενού. Δεν είναι το επιστέγασμα της σχέσης τους αλλά η βασική της προϋπόθεση. Η συναίνεση της Β στον όρο του Α για πλήρη απουσία σωματικής ένωσης ήταν αυτή που έθεσε ως θεμέλιο λίθο της σχέσης τους την ουσιαστική, ψυχική τους απομάκρυνση. Κυρίως διότι αυτή η συναίνεση δεν ήταν οικειοθελής, όπως όλα έδειχναν, μα επιβεβλημένη. Το παιχνίδι ρόλων που παίζουν, τη στιγμή που ξεκινά το έργο, είναι ένα ομοίωμα του παιχνιδιού που –σύμφωνα με το κείμενο– ονόμαζαν, επί δεκαπέντε χρόνια, σχέση. Μόνο που, αυτή τη φορά, το παιχνίδι εμφανίζεται –έστω και στιγμιαία– δυνατότερο από την πραγματική ζωή, ακριβώς γιατί δίνει τη δυνατότητα στον Α να ξεδιπλώσει πλήρως τις διανοητικές του ικανότητες επιτρέποντας, έτσι, στη Β να απελευθερώσει, με τη σειρά της, τις ψυχικές της δυνάμεις και να καταφέρει να αντιστρέψει τους ρόλους. Αυτό που, κατ’ ουσίαν, αποθεώνει τη Β, σε πείσμα της –μέχρι τότε– παθητικότητάς της, είναι η απόφασή της να μοιραστεί με τον Α τη δική του ιδέα για την αγάπη κι αυτό που διασώζει τον Α από τη σκληρή εικόνα ενός χειριστικού συντρόφου είναι πως, τη στιγμή που ξεψυχά, αποδέχεται αυτή την κίνηση, παραδεχόμενος, ουσιαστικά, την ήττα του, την αδυναμία του, δηλαδή, να ελέγξει ή ακόμη και να ζήσει την «αληθινή ζωή». Η παράδοση του άνδρα στο σχέδιό του σηματοδοτεί την αποδοχή του ότι ο ωκεανός, μέσα στον οποίο θεωρούσε πως μπορούσε να ζήσει πραγματικά, είτε ήταν τόσο άγριος που δεν μπορούσε να τόν δαμάσει είτε δεν υπήρχε εξ αρχής. Κι όμως, η «πιο άγρια φύση που υπάρχει» είναι «το σαλόνι του σπιτιού» των ηρώων… Η βασική πορεία του έργου δεν είναι άλλη από τη σταδιακή μετάβαση από τη μεταφορά στην κυριολεξία. Ό,τι παρουσιάζεται ως σύμβαση στα πλαίσια ενός παιχνιδιού παίρνει –σιγά, σιγά– υπόσταση και εμφανίζεται ως απτή πραγματικότητα, ακριβώς γιατί αυτό ήταν πάντοτε.

 

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, το ζευγάρι αλληλοσπαράσσεται αργά και βασανιστικά –σε μια, ίσως, άτυπη προσπάθεια να ανάγουν αυτό τον λεκτικό, ως επί το πλείστον, αλληλοσπαραγμό σε ένα, έστω, είδος ένωσης–. Η τελική σκηνή, ωστόσο, έχει μιαν ιδιαιτερότητα: εκεί φαίνεται να κυριαρχεί ο σπαραγμός. Η ηρωίδα θανατώνει τον ήρωα και, κατόπιν, τον εαυτό της. Κι όμως, τα φαινόμενα απατούν… Η Β αυτοθανατώνεται κρατώντας το μαχαίρι με τα χέρια του Α, επικυρώνοντας, έτσι, την ουσιαστική συμμετοχή του σε αυτή την αλλόκοτη πρωταρχική σκηνή: «οι άνθρωποι γαμιούνται για να πεθάνουν ο ένας μέσα στον άλλο». Όλος ο σπαραγμός του τέλους εκτελείται από τη Β μα, στην ουσία, έχει ενορχηστρωθεί από τον Α, έστω και εν αγνοία του. Η στιγμή του διπλού φονικού, ο απόλυτος αλληλοσπαραγμός που «κλείνει την αυλαία», είναι η μόνη ουσιαστική στιγμή βίωσης της σωματικής ένωσης από την πλευρά των δυο ηρώων. Κι αυτή, τελικά, θα ματαιωθεί, καθώς τα δυο κορμιά –ως οφείλουν– θα χωριστούν ξανά, αυτή τη φορά αμετάκλητα.

 

Το τέλος είναι η επιβεβαίωση πως η αγάπη του άνδρα, στους ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ, είναι πιο δυνατή από εκείνη της γυναίκας, μόνο που ο άνδρας μπορεί μόνο να τή σκεφτεί ενώ η γυναίκα έχει τη δύναμη να τήν πραγματώσει. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη δικαίωση του Α είναι η ύπαρξη της Β. Η δικαίωση του νου είναι η δύναμη της ψυχής. Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα είναι μια τερατογένεση, τόσο του ίδιου όσο και των άλλων κι αυτό ακριβώς είναι που δεν είχε υπολογίσει ο ορθολογιστής νους. Όπως και ότι η μεταφορά στηρίζεται στην κυριολεξία και υπάρχει εξαιτίας της και πως, αργά ή γρήγορα, θα μετουσιωθεί σε τέτοια ακριβώς γιατί η ψυχή μ ό ν ο πραγματικά μπορεί να ζήσει. Ο νους θα παραδοθεί στην ψυχή γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, γιατί μπορεί να καταλάβει –ακόμη κι αν προσπαθεί εναγωνίως να τό αρνηθεί– πως δεν είναι τόσο δυνατός, γιατί ανάμεσα στην αγάπη και στη ζωή το «λογικό λίπος» δεν περισσεύει. Απλώς, δεν υπάρχει…

 

 

Ιανουάριος 2013

Απαντηση